- ὠμηλύσις
- ὠμηλύσῑς , ὠμήλυσιςbruised meal of raw cornfem acc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠμήλυσις — bruised meal of raw corn fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμήλυσις — ύσεως, ἡ, ΜΑ χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ήλυσις, αντί *ὠμ ήλεσις (πρβλ. ὠμ ήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το… … Dictionary of Greek
ὠμηλύσει — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὠμηλύσεϊ , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat sg (epic) ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμηλύσεις — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/voc pl (attic epic) ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμηλύσεσι — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμηλύσιος — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμήλυσιν — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμήλετον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐρηριγμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠμήλυσις] … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ὠμηλύσεως — ὠμηλύσεω̆ς , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)